βράγχος
1βράγχος — βράγχος, ο (Α) βραχνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό και συγχρόνως όρο της τεχνικής ορολογίας, άγνωστης ετυμολ. Χωρίς ισχυρή βάση παραμένει ο συσχετισμός με τον αόρ. βραχείν ηχήσαι, ψοφήσαι (Ησύχ.) (πρβλ. ήδη ομηρ. βράχε /… …
2βραγχός — βραγχός, ή, όν (Α) [βράγχος] βραχνός, βραχνιασμένος …
3Βράγχος — hoarseness masc nom sg …
4βράγχος — hoarseness masc nom sg …
5βραγχά — βραγχός hoarse neut nom/voc/acc pl βραγχά̱ , βραγχός hoarse fem nom/voc/acc dual βραγχά̱ , βραγχός hoarse fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6βραγχόν — βραγχός hoarse masc acc sg βραγχός hoarse neut nom/voc/acc sg …
7βραγχούς — βραγχός hoarse masc acc pl …
8Βράγχε — Βράγχος hoarseness masc voc sg …
9βράγχε — βράγχος hoarseness masc voc sg …
10Βράγχοι — Βράγχος hoarseness masc nom/voc pl …