Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βρώμιο

См. также в других словарях:

  • βρώμιο — το αμέταλλο χημικό στοιχείο με τύπο Br …   Dictionary of Greek

  • αλογόνα — Τα στοιχεία της VII a ομάδας του περιοδικού πίνακα (17η)· κατά σειρά το φθόριο, το χλώριο, το βρώμιο, το ιώδιο και το άστατο. Η ονομασία τους προέρχεται από τις λέξεις άλας + γεννώ και ονομάστηκαν έτσι γιατί λόγω της μεγάλης δραστικότητάς τους… …   Dictionary of Greek

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • αλογονάνθρακες — οι Χημ. οργανικές ενώσεις που αποτελούνται από άνθρακα και ένα ή περισσότερα αλογόνα (βρώμιο, χλώριο, φθόριο, ιώδιο) …   Dictionary of Greek

  • αλογόνωση — η Χημ. η χημική διαδικασία κατά την οποία κατεργάζεται ή ενώνεται μια ουσία με ένα αλογόνο (φθόριο, χλώριο, βρώμιο, ιώδιο ή αστάτιο). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλογόνα* + κατάλ. ωση*. Απόδοση στα Ελλληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. halogenation] …   Dictionary of Greek

  • αρσενικό — Χημικό στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο As και ατομικό αριθμό 33. Το α. βρίσκεται στη φύση με τη μορφή διαφόρων ενώσεων, από τις οποίες σημαντικότερες είναι o αρσενοπυρίτης ή διπλά θειούχα άλατα α. και σιδήρου, το… …   Dictionary of Greek

  • βρωμιούχος — ο αυτός που περιέχει βρώμιο …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • οζοβρωμία — η (φωτογρ.) παλαιά μέθοδος για την εκτύπωση φωτογραφιών που χρησιμοποιούσε χρωστικές ύλες για τον σχηματισμό τής εικόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozobromie (< όζον* + βρώμιο < βρώμος / βρόμος «κακοσμία»)] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»