βρόχος ἀγχόνης

  • 1στραγγάλη — η, ΝΜΑ, και στραγούλα και στραγγούλα Ν το σχοινί τής αγχόνης, ο βρόχος νεοελλ. 1. τεχνολ. μοχλός με την περιστροφή τού οποίου σφίγγεται κάτι 2. όργανο θανάτωσης, πάσσαλος με σιδερένιο κλοιό ή βρόχο από σχοινί που σφίγγεται με συστροφή στον λαιμό… …

    Dictionary of Greek