βρότᾰχος
1βρόταχος — masc nom sg …
2βροτάχους — βρόταχος masc acc pl …
3βρόταχον — βρόταχος masc acc sg …
4βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …
5brotac — BROTÁC, brotaci, s.m. (zool.) Broatec. – Probabil refăcut din brotăcel (după modelul lui gândac – gândăcel etc.). Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 BROTÁC s. 1. v. brotăcel. 2. broască. 3. călcâi. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa …