βροῦτος

  • 11Έμπυλος ο Ρόδιος — (1ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος της ρητορικής. Συνδέθηκε φιλικά με τον Βρούτο, την εποχή που ο τελευταίος σπούδαζε ρητορική στη Ρόδο. Αργότερα ταξίδεψε στη Ρώμη και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του. Έγραψε διατριβή με τίτλο Βρούτος, στην οποία δικαιολογεί τη… …

    Dictionary of Greek

  • 12Θεόμνηστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος (4ος αι. π.Χ.). Ο Πλίνιος αναφέρει ότι φιλοτέχνησε πίνακα ηρώων, τον οποίο αγόρασε o Μνάσων της Ελάτειας, αφού πλήρωσε για κάθε μορφή του πίνακα είκοσι μνες. 2. Φιλόσοφος (1ος αι. π.Χ.). Διαδέχθηκε τον Άριστο …

    Dictionary of Greek

  • 13Κόσσος, Ιωάννης — (Τρίπολη 1832 – Αθήνα 1878). Γλύπτης. Υπήρξε ο πρώτος σημαντικός γλύπτης της μετεπαναστατικής περιόδου. Μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών, που είχε ιδρυθεί την εποχή του Όθωνα στην Αθήνα, σπουδάζοντας αρχικά ζωγραφική και αργότερα γλυπτική με… …

    Dictionary of Greek

  • 14Λεοπάρντι, Τζάκομο — (Giacomo Leopardi, Ρεκανάτι 1798 – Νάπολη 1837). Ιταλός ποιητής, λόγιος και φιλόσοφος. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του κόμη Μονάλντο και της Αδελαΐδας Αντίτσι. Μεγάλωσε στην πνιγηρή ατμόσφαιρα ενός κλειστού επαρχιακού περιβάλλοντος και επιδόθηκε πολύ… …

    Dictionary of Greek

  • 15Στρογγυλίων — Αθηναίος γλύπτης, που άκμασε στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Παυσανία ένα από τα σπουδαιότερα έργα του είναι το χάλκινο άγαλμα της Άρτεμης Σωτείρας, που οι Μεγαρείς αφιέρωσαν στο ιερό της θεάς στα Μέγαρα, σε ένδειξη… …

    Dictionary of Greek

  • 16Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… …

    Dictionary of Greek

  • 17Χρησταρής, Μιχαήλ — (; – 1831). Φιλικός, γιατρός και λόγιος από τα Γιάννενα. Σπούδασε στην Ιταλία και στη Βιέννη. Το 1818 εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι όπου άσκησε το επάγγελμά του. Πήρε ενεργό μέρος στην εξέγερση της Βλαχίας και πολέμησε στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου… …

    Dictionary of Greek

  • 18bh(e)reu- : bh(e)rū̆ - —     bh(e)reu : bh(e)rū̆     English meaning: to boil, to be wild     Deutsche Übersetzung: ‘sich heftig bewegen, wallen, especially vom Aufbrausen beim Gären, Brauen, Kochen etc”     Note: extension from bher 2.     Material: A. ablaut bheru… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary