βροχίς
1βροχίς — (I) βροχίς, η (AM) [βρόχος] παγίδα αρχ. ο ιστός της αράχνης. (II) βροχίς, η (Α) [βροχή] μελανοδοχείο …
2βροχέος — βροχίς web fem gen sg (attic epic) …
3мережа — особый вид сети, невод; ячеистая ткань ; мережка петля в сети, в вязанье; узор , диал. сеть паука , перм., мерёжить ловить кошельковой сетью, вязать, плести петельками, клеточками , укр. мережа верша, решетка , ст. слав. мрѣжа δίκτυον, παγίς,… …
4βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …
5βροχίδα — (I) η [βροχή] βρονταλίδα. (II) η (Α βροχίς) [βρόχος] βόστρυχος, πλεξίδα, κοτσίδα αρχ. μέτρο μήκους …
6βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… …
7βροχῆς — βροχή rain fem gen sg (attic epic ionic) βροχίς web fem nom/voc pl (doric aeolic) …
8βροχῇ — βρόχω gulp down aor subj pass 3rd sg (epic) βροχή rain fem dat sg (attic epic ionic) βροχῆι , βροχίς web fem dat sg (epic) …
9βροχέως — βροχέω̆ς , βροχίς web fem gen sg (attic) …
10mer-1 — mer 1 English meaning: to plait, bind; rope Deutsche Übersetzung: “flechten, binden; Schnur, Masche, Schlinge” Note: extended meregh , merǝgh Material: Gk. μέρμῑς, ῑθος f. “ filament “; lengthened grade μηρύομαι “wickle… …