βροτός
1βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …
2βρότος — βρότος, ο (Α) πηχτό αίμα που χύθηκε από τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος που απαντά στον ενικό αριθμό και μαρτυρείται κυρίως στον Όμηρο. Θεωρείται αιολ. τ. αντί του *βρατός (με αλλαγή στον φωνηεντισμό και στον τόνο, πρβλ. στρα τός, αιολ. στρο τός).… …
3βροτός — mortal man masc nom sg …
4βρότος — blood that has run from a wound masc nom sg …
5βροτοῖν — βροτός mortal man masc gen/dat dual …
6βροτοῖς — βροτός mortal man masc dat pl …
7βροτοῖσι — βροτός mortal man masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8βροτοῖσιν — βροτός mortal man masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9βροτούς — βροτός mortal man masc acc pl …
10βροτέ — βροτός mortal man masc voc sg …