βροτός
91φιλόβροτος — ον, Α αυτός που αγαπά τους θνητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βροτός «θνητός, άνθρωπος»] …
92φιλόμβροτος — ον, Α αυτός που αγαπά τους ανθρώπους, φιλάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μβροτος (< βροτός* «θνητός» < αμάρτυρο *μροτός), πρβλ. τερψί μβροτος] …
93φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός …
94ԱՅՐ — I. (առն, յառնէ, արամբ. արք, արանց, արամբք.) NBH 1 0097 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c գ. Արու մարդ. չափահաս կամ կատարեալ. յարբունս հասեալ, երիտասարդ. եւ լի աւուրբք. էրիկ մարդ ... (ծ. եւ յն. լտ. անէր,… …
95ՄԱՐԴ — (ոյ, ոց. մանաւանդ յոքն. ՄԱՐԴԻԿ, դկան, կամբ կամ կաւ կամ կամբք.) NBH 2 0219 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c, 13c գ. ἅνθρωπος homo. Բանական կենդանի. ադամ նախահայր, եւ ամենայն ծնունդք նորա. ատամ, ատէմ. (իսկ պ.… …
96ՍՈՒՆԿ — (սընկոյ.) NBH 2 0732 Chronological Sequence: Unknown date, 12c, 13c գ. ՍՈՒՆԿ ՍՈՒՆԿՆ. որ եւ ՍՈՒՆԳ, ՍՈՒՆԳՆ. μύκη fungus βωλίτης bolatus, fungi genus. Բոյս վայրի կամ առ արմին ծառող՝ վրանաձեւ սպնգանման. ուտելի, եւ անուտելի. ... Գաղիան.: Բժշկարան.… …
97βροτοῖο — βροτόομαι to be stained with gore pres opt mp 2nd sg βροτός mortal man masc gen sg (epic) …
98βροτοῖσ' — βροτοῖσι , βροτός mortal man masc dat pl (epic ionic aeolic) …
99βροτοί — βροτόομαι to be stained with gore pres subj mp 2nd sg βροτόομαι to be stained with gore pres ind mp 2nd sg βροτός mortal man masc nom/voc pl …
100βροτοῦ — βροτόομαι to be stained with gore pres imperat mp 2nd sg βροτόομαι to be stained with gore imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) βροτός mortal man masc gen sg …