βροτός

  • 41Wildbret, das — Das Wildbrêt, des es, plur. car. ein Collectivum, oder vielmehr Materiale. 1. Das Fleisch wilder eßbarer Thiere oder des Wildes. Wildbret ist verdaulicher und gesünder, als das Fleisch zahmer Thiere. Wildbret einsalzen. Schweinwildbret,… …

    Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • 42Ambrosia [1] — AMBROSIA, æ, Gr. Ἀμβροσία, ας, war, nach der gemeinsten Meynung, die Götterspeise. Ovid. ex Ponto lib. I. Ep. 10. v. 11. So war es auch eine ungemein wohlriechende Salbe, mit welcher sich die Götter zu salben pflegten, wie man glaubete. Virgil.… …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 43CORCYRA — insul. maris Iovii non procul ab Epiro, a cuius ora vix 6. milliar. sicut 90. a Iapygio promontor. Italico in Eurum, abest, Ulyssis naufragiô et Alcinoi hortis nobilis, Plin. l. 4. c. 12. olim Sicheria et Phaeacia dicta, nunc est sub ditione… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 44άβροτος — ἄβροτος, ον και η, ον (Α) 1. αθάνατος, θεϊκός, ιερός 2. ο χωρίς ανθρώπους, έρημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + βροτός] …

    Dictionary of Greek

  • 45άμβροτος — ἄμβροτος, ον και ος, η, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) θείος, αθάνατος 2. (για πράγματα που ανήκουν στους θεούς) θεϊκός 3. εξαίσιος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. επιθέτου, γνωστός ήδη από τον Όμηρο, που απαντά κυρίως ως προσδιορισμός τού ουσ. θεός.… …

    Dictionary of Greek

  • 46αεσίφρων — ἀεσίφρων ( ονος), ον (Α) (αντί τού ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί (< ἀάω «βλάπτω») + φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί φρων, τερψίμ βροτος, μεμψί μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α… …

    Dictionary of Greek

  • 47ακεσίμβροτος — ἀκεσίμβροτος, ο (Α) αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, Ορφ. Λιθ. 8). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + βροτός πρβλ. τερψίμβροτος] …

    Dictionary of Greek

  • 48αλεξίμβροτος — ἀλεξίμβροτος, ον (Α) 1. αυτός που προστατεύει από το κακό τους θνητούς, τους ανθρώπους 2. φρ. «ἀλεξίμβροτοι πομπαί», ιερές λιτανείες για την προφύλαξη τών ανθρώπων από το κακό και τη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + βροτός] …

    Dictionary of Greek

  • 49βροτήσιος — α, ον (Α) ο βρότειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + ήσιος (πρβλ. φιλοτήσιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 50βροτοκτονώ — βροτοκτονῶ ( έω) (Α) φονεύω ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + κτονώ < κτόνος < κτείνω] …

    Dictionary of Greek