βροντώ
1βροντώ — (AM βροντῶ, άω) [βροντή] 1. (γ πρόσ.) (ενν. υποκ. ο θεός, ο ουρανός, ο Ζεύς) ακούγεται ο ήχος της βροντής 2. παράγω βρόντο νεοελλ. 1. χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ 2. ρίχνω κάτω κάποιον ή κάτι με βρόντο 3. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά 4. αντηχώ… …
2βροντώ — ησα και ηξα, βροντη(γ)μένος 1. μπουμπουνίζω: Βροντάει συνέχεια από το απόγευμα. 2. ηχώ δυνατά: Εχθές βροντούσαν οι καμπάνες όλη μέρα. 3. χτυπώ με θόρυβο: Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα (παροιμ.). 4. ρίχνω κάποιον κάτω με πάταγο: Τον… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3βροντῶ — βροντάω thunder pres imperat mp 2nd sg βροντάω thunder pres subj act 1st sg (attic epic ionic) βροντάω thunder pres ind act 1st sg (attic epic ionic) βροντάω thunder pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) βροντάω thunder pres ind act 1st… …
4κουφοβροντώ — βροντώ υπόκωφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (Ι)* + βροντώ] …
5χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… …
6περιβρέμω — Α (ενεργ. και μέσ.) περιβρέμομαι βροντώ ολόγυρα, βουίζω γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βρέμω «βροντώ»] …
7στένω — (I) ΝΑ (ποιητ. τ.) στενάζω, βογγώ (α. «η Ελλάδα έστενε τότε κάτω από τον ζυγό τής δουλείας» β. «ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ στένει», Αισχύλ.) αρχ. 1. (στους τραγικούς) (για πρόσ.) θρηνώ μεγαλόφωνα («τῶν Ἀθηνῶν ὡς στένω μεμνημένος», Αισχύλ.) 2. (για θάλασσα ή …
8χτυποβροντώ — και κτυποβροντώ, άω, Ν χτυπώ και βροντώ, βροντοχτυπώ, χτυπώ δυνατά και με κρότο κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτυπώ /κτυπώ + βροντώ] …
9Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …
10Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …