βρομι-άς
1Βρόμι' — Βρόμια , Βρόμιος sounding neut nom/voc/acc pl Βρόμιε , Βρόμιος sounding masc voc sg Βρόμιε , Βρόμιος sounding masc voc sg Βρόμιαι , Βρόμιος sounding fem nom/voc pl …
2βρόμι' — βρόμια , βρόμιος sounding neut nom/voc/acc pl βρόμιε , βρόμιος sounding masc voc sg βρόμιαι , βρόμιος sounding fem nom/voc pl …
3βρόμη — Πόα μονοετής της οικογένειας των μονοκοτυλήδονων αγρωστωδών, που καλλιεργείται ευρύτατα για την παραγωγή σανού διατροφής ιπποειδών, βοοειδών κλπ. και για την εξαιρετική θρεπτική αξία των σπερμάτων της. Σχηματίζει μικρές τούφες από όρθια στελέχη,… …