1Βρισεύς — masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2Βρισῆος — Βρισεύς masc gen sg (epic ionic) …
3Βρισέως — Βρισέω̆ς , Βρισεύς masc gen sg Βρισεύς masc nom sg (epic ionic) …