βρεφοκομικός
1βρεφοκομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη βρεφοκομία …
2βρεφοκομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη βρεφοκομία: Οι βρεφοκομικοί σταθμοί εξυπηρετούν τις εργαζόμενες μητέρες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)