βραχύς σύντομος

  • 1βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 2σύντομος — η, ο / σύντομος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.) 2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη… …

    Dictionary of Greek

  • 3βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4επίτομος — Χαρακτηρισμός συνοπτικού, επιστημονικού κυρίως, συγγράμματος. Ονομάζεται και επιτομή. * * * η, ο (AM ἐπίτομος, ον) [επιτέμνω] σύντομος, περιληπτικός («επίτομη ιστορία τής Ελλάδας») μσν. φρ. «ἐν ἐπιτόμῳ» σύντομα, περιληπτικά αρχ. 1. συντετμημένος …

    Dictionary of Greek

  • 5παύρος — ον, Α (χωρίς θηλυκό βλ. παυράς) 1. μικρός, βραχύς («παύρῳ δ ἔπει θήσω φανέρ «, Πίνδ.) 2. (για χρόνο) λίγος, μικρός, βραχύς, σύντομος, γοργός («παῦρον τέλος βιότοιο», Εμπ.) 3. (ποιητ.) λίγος («παῦροι ἄνδρες», Θέογν.) 4. (το ουδ. εν. ως επίρρ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 6μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …

    Dictionary of Greek

  • 7Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …

    Dictionary of Greek

  • 8κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 9άμακρος — η, ο [μάκρος] αυτός που δεν έχει μάκρος, βραχύς, κοντός, σύντομος …

    Dictionary of Greek

  • 10βραχυρρήμων — βραχυρρήμων, ον (Α) βραχυλογικός, σύντομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + ρήμων < ρήμα «λόγος» (πρβλ. μεγαλορρήμων, κακορρήμων)] …

    Dictionary of Greek