βραδύτης
1βραδυτής — slowness fem nom sg …
2βραδυτῆσι — βραδυτής slowness fem dat pl …
3βραδυτῆσιν — βραδυτής slowness fem dat pl …
4βραδυτῆτα — βραδυτής slowness fem acc sg …
5βραδυτῆτας — βραδυτής slowness fem acc pl …
6βραδυτῆτες — βραδυτής slowness fem nom/voc pl …
7βραδυτῆτι — βραδυτής slowness fem dat sg …
8βραδυτῆτος — βραδυτής slowness fem gen sg …
9βραδυτήτων — βραδυτής slowness fem gen pl …
10βραδύτητα — η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, ῆτος) αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης αρχ. βραδύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής ( ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο… …
Страницы
- 1
- 2