βραδύνοια
1βραδύνοια — slowness of understanding fem nom/voc sg …
2βραδύνοια — η (Α βραδύνοια) [βραδύνους] διανοητική καθυστέρηση, δυσκολία στην κατανόηση ή εκμάθηση …
3βραδύνοιαν — βραδύνοια slowness of understanding fem acc sg …
4αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …
5βραδύνους — ουν (Α βραδύνους, ουν) αυτός που πάσχει από βραδύνοια …
6βραδύτητα — η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, ῆτος) αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης αρχ. βραδύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής ( ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο… …
7μυωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού, κατά την οποία οι ακτίνες του προσπίπτοντος φωτός δεν συγκεντρώνονται, όπως είναι το φυσιολογικό, πάνω στον αμφιβληστροειδή, αλλά σ’ ένα σημείο που βρίσκεται πιο μπροστά. Το μάτι του μύωπα, εξαιτίας της… …
8παχύνοια — η [παχύνους] η ιδιότητα τού παχύ νου, νωθρότητα πνεύματος ή αντίληψης, βραδύνοια …