βράση
1βράση — η (AM βράσις) [βράσσω] βρασμός, κόχλασμα μσν. νεοελλ. 1. πυρετός 2. η ακμή, το αποκορύφωμα μιας κατάστασης («στη βράση του πολέμου») νεοελλ. 1. πολύ ζεστός καιρός 2. πυράκτωση μετάλλου μέχρι βαθμού από όπου αρχίζει η τήξη 3. φρ. α) «είναι στη… …
2βράση — η 1. ο βρασμός, το βράσιμο, το κόχλασμα: Κατέβασε το φαγητό από τη φωτιά μόλις πάρει δύο βράσεις. 2. η ζύμωση: Ο μούστος είναι πάνω στη βράση του. 3. το σφρίγος, ο οργασμός: Βρίσκεται πάνω στη βράση της νιότης του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3βράσῃ — βράσηι , βράσις boiling fem dat sg (epic) βράσσω shake violently aor subj mid 2nd sg βράσσω shake violently aor subj act 3rd sg …
4ανάβρασμα — το [αναβράζω] 1. βρασμός, βράση 2. ερεθισμός, έξαψη 3. ο παφλασμός που προέρχεται από την πτώση αντικειμένου σε υγρή επιφάνεια …
5αφέψηση — η (Α ἀφέψησις και ἄφεψις) [αφέψω] βράση, βρασμός νεοελλ. (φαρμ.) 1. ο βρασμός μιας φαρμακευτικής ουσίας μέσα σε νερό 2. μέθοδος εκχύλισης μιας φυτικής φαρμακευτικής ουσίας για να ληφθούν τα μη πτητικά, διαλυτά στο νερό, συστατικά της …
6βλασερός — και βρασερός, ή, ό 1. (για όσπρια) αυτός που βράζει εύκολα 2. (για ψωμί) ζεστός ακόμη από τον φούρνο 3. (για τυρί) νερουλός, όχι σφιχτός 4. (για καρπούς) εύσαρκος, χυμώδης 5. (για ανθρώπους) φρέσκος, γεμάτος ζωντάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βλασερός <… …
7βράσιμο — το [βράζω] 1. βράση, βρασμός 2. ο ρογχώδης ήχος που βγαίνει από το στήθος κρυολογημένου …
8βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… …
9βρασιά — η [βράζω] 1. ποσότητα τροφίμων που μπορεί να βράσει με μιας 2. βράση …
10βραστικός — ή, ό (AM βραστικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. βρασμένος, ζεστός αρχ. ο σχετικός με τη βράση ή τη ζύμωση …
- 1
- 2