βοῇ

  • 91καλαμοβόας — καλαμοβόας, ὁ (Α) (σκωπτικά, για τον στωικό Αντίπατρο) αυτός που βοά μόνο με τη γραφίδα, δηλ. που δεν αποκρούει τα λόγια τού αντιπάλου του Καρνεάδη με τον λόγο, προφορικά, αλλά μόνο με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + βόας (< …

    Dictionary of Greek

  • 92καταβουίζω — παράγω ισχυρή βοή …

    Dictionary of Greek

  • 93κελωρύω — (Α) (κατά τον Ησύχ. και Φώτ.) βοώ, φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλωρ με σημ. «φωνή, βοή»] …

    Dictionary of Greek

  • 94κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 95κορκορυγή — κορκορυγή, ἡ (Α) υπόκωφος θόρυβος, βοή («κορκορυγαὶ δ ἀνὰ ἄστυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Το θ. κορ πιθ. < κόραξ και ο σχηματισμός κατά τα βορβορυγή, ολολυγή] …

    Dictionary of Greek

  • 96κοσμοβοή — η βοή που προέρχεται από πολύ πλήθος, οχλοβοή …

    Dictionary of Greek

  • 97κουδουνίζω — και κουδουνάω (Μ κουδουνίζω) [κουδούνι] 1. χτυπώ το κουδούνι («κουδουνίζω μια ώρα και δεν μού ανοίγουν») 2. αναδίδω μεταλλικό ήχο σαν τού κουδουνιού («όλο το πρωί κουδούνιζε το ξυπνητήρι, αλλά δεν μπορούσα να ξυπνήσω») 3. διαδίδω μυστικό 4. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 98κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …

    Dictionary of Greek

  • 99κυτισηνόμος — κυτισηνόμος, ον (Α) αυτός που τρώγει το φυτό κύτισος* («χελώνης... οὐρείης κυτισηνόμου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύτισος + συνδετικό φωνήεν η (πιθ. για μετρικούς λόγους) + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. βοη νόμος, υλη νόμος …

    Dictionary of Greek

  • 100λάλος — ο (AM λάλος, ον, Α ποιητ. τ. λαλιός, ά, όν και λαλόεις, εσσα, εν) 1. φλύαρος, πολυλογάς, πολύ ομιλητικός («ἵνα μὴ φαίνωμαι βαρὺς τῷ κράτει σου καὶ λάλος», Πρόδρ.) 2. αυτός που θορυβεί, που παράγει μονότονο ήχο, θορυβώδης, ηχηρός («το λάλο… …

    Dictionary of Greek