βοῇ

  • 61βούμυκοι — βούμυκοι, οι (Α) υπόκωφη βοή, όμοια με μυκηθμό βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + μυκώμαι «μουγκρίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 62βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 63βρύχος — το [βρυχιέμαι] 1. βρυχηθμός, βοή, θόρυβος 2. θρήνος, οδυρμός …

    Dictionary of Greek

  • 64βόγγος — ο [βογγώ] 1. το βογγητό 2. βοή, υπόκωφος ήχος …

    Dictionary of Greek

  • 65βόισμα — και βούισμα, το 1. βοή 2. βόμβος …

    Dictionary of Greek

  • 66βόμβησις — βόμβησις, η (AM) [βομβώ] η βοή …

    Dictionary of Greek

  • 67γλυκόβοος — η, ο αυτός που παράγει απαλή βοή («γλυκόβοο μελίσσι») …

    Dictionary of Greek

  • 68διαβόηση — η (Α διαβόησις) νεοελλ. 1. η γνωστοποίηση που γίνεται με μεγάλη βοή, με μεγαλόφωνη διαλάληση 2. η ομαδική επιδοκιμασία και, ακόμη συχνότερα, η ομαδική αποδοκιμασία αρχ. η μεγαλόφωνη κραυγή …

    Dictionary of Greek

  • 69εκβοώ — ἐκβοῶ ( άω) (AM) βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω αρχ. 1. διώχνω με βοή 2. (παθ. μτχ.) εκβεβοημένος περίφημος, περιβόητος …

    Dictionary of Greek

  • 70ενήχημα — ἐνήχημα, το (AM) [ενηχώ] μσν. 1. έκφραση, εκδήλωση, απήχημα 2. (θυζ. μουσ.) σύντομη μουσική φράση που ψάλλεται πριν από τον υπό εκτέλεση ύμνο, στο μελωδικό διάγραμμα τού ήχου, στον οποίο ανήκει και στον φθόγγο τής βάσεως του, για να χρησιμεύσει… …

    Dictionary of Greek