βοῇ

  • 131ροιζηδόν — ΜΑ επίρρ. 1. θορυβωδώς, με βοή («ἡμέρα Κυρίου... ἐν ᾗ οὐρανοὶ ῥοιζηδὸν παρελεύσονται», ΚΔ) 2. ορμητικά, πολύ γρήγορα («ῥύακι ῥοιζηδὸν φερομένῳ», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖζος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. ῥοιβδ ηδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 132ρόχθος — ο / ῥόχθος, ΝΜΑ θορυβώδης ήχος, κυρίως η βοή τών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο τού ῥοχθῶ (για το επίθημα τού τ. πρβλ. βρό χθος, μό χθος)] …

    Dictionary of Greek