βοῇ

  • 121πολεμοκέλαδος — ον, Α αυτός που ευφραίνεται με τον θόρυβο τού πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κέλαδος «θόρυβος, βοή» (πρβλ. νεο κέλαδος)] …

    Dictionary of Greek

  • 122πολυβουίζω — Ν βουίζω πολύ, προκαλώ πολλή βοή («και τής βροντής πολυβουίζει ο κρότος», Σολωμ.) …

    Dictionary of Greek

  • 123πολύγλωσσος — η, ο, Ν ΜΑ, πολύγλωσσος και πολύγλωττος, ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γλώσσες 2. αυτός που ξέρει και χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες ή διαλέκτους νεοελλ. 1. αυτός που έχει γραφεί σε πολλές γλώσσες («πολύγλωσση επιγραφή») 2. αυτός που αποδίδει, που …

    Dictionary of Greek

  • 124πολύψοφος — ον, Μ ζωηρός, σθεναρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψόφος «βοή, ταραχή» (πρβλ. μεγαλό ψοφος)] …

    Dictionary of Greek

  • 125προβοώ — άω, Α κραυγάζω μεγαλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βοῶ (< βοή)] …

    Dictionary of Greek

  • 126ροιβδώ — και ῥοβδῶ, έω, Α [ῥοῑβδος] 1. πάλλω ή κινώ κάτι θορυβωδώς («πτερῶν ἄτερ ῥοιβδοῡσα κόλπον αἰγίδος», Αισχύλ.) 2. κινούμαι ορμητικά, με βοή («ῥοιβδήσας Εὖρος», Κριναγ.) 3. (για τη Χάρυβδη) ρουφάω, καταπίνω με θόρυβο …

    Dictionary of Greek

  • 127ροιζηδόν — ΜΑ επίρρ. 1. θορυβωδώς, με βοή («ἡμέρα Κυρίου... ἐν ᾗ οὐρανοὶ ῥοιζηδὸν παρελεύσονται», ΚΔ) 2. ορμητικά, πολύ γρήγορα («ῥύακι ῥοιζηδὸν φερομένῳ», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖζος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. ῥοιβδ ηδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 128ρόχθος — ο / ῥόχθος, ΝΜΑ θορυβώδης ήχος, κυρίως η βοή τών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο τού ῥοχθῶ (για το επίθημα τού τ. πρβλ. βρό χθος, μό χθος)] …

    Dictionary of Greek