βοῇ

  • 111οξυβόας — ο (Α ὀξυβόας και ὀξυβόης) νεοελλ. μουσ. ο οξύαυλος, το όμποε αρχ. ως επίθ. α) (για πτηνό) αυτός που κρώζει δυνατά, που εκβάλλει κρωγμούς β) (για κουνούπι) αυτός που βομβεί δυνατά γ) (για πρόσ.) αυτός που φωνάζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βόας …

    Dictionary of Greek

  • 112οργητύς — ὀργητύς, ύος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργῶ + επίθημα τύς (πρβλ. βοη τύς, ελεη τύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 113οχλοβοή — η βοή που προέρχεται από τη συγκέντρωση πλήθους …

    Dictionary of Greek

  • 114πάταγος — ο, ΝΜΑ δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ ὀδόντων», Ομ. Ιλ. β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος») μσν. θόρυβος αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 115παλίρροιβδος — παλίρροιβδος, ον (Α) αυτός που ορμά προς τα πίσω με μεγάλη βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥοῖβδος «θορυβώδης κίνηση»] …

    Dictionary of Greek

  • 116παλίρροχθος — παλίρροχθος, ον (Α) αυτός που ηχεί από τον ήχο τών παλιρροιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥόχθος «βοή κυμάτων»] …

    Dictionary of Greek

  • 117πανόδυρτος — ον, Α πάρα πολύ αξιοθρήνητος ή συνοδευόμενος από οδυρμούς («πανόδυρτος βοή», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀδυρτός (< ὀδύρομαι), πρβλ. φιλ όδυρτος] …

    Dictionary of Greek

  • 118περιβοώ — άω, ΜΑ 1. βοώ ολόγυρα, βάζω τις φωνές και ξεσηκώνω ταραχή γύρω γύρω 2. μτφ. (ενεργ. και παθ.) περιβοοῡμαι, όομαι συκοφαντώ, διαβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βοῶ (< βοή)] …

    Dictionary of Greek

  • 119περιβόητος — η, ο / περιβόητος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. περιβόατος Α [περιβοώ] αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, που η φήμη του έχει φθάσει μακριά και τόν γνωρίζουν όλοι, περιώνυμος, περιλάλητος, ονομαστός, ξακουστός αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «περιβόητος,… …

    Dictionary of Greek

  • 120περιθρυλούμαι — έομαι, Α πλημμυρίζω βοή από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θρύλος «θόρυβος»] …

    Dictionary of Greek