βοῇ

  • 101λίκιγξ — (Α) (σχόλ.) «ἡ ἐλαχίστη βοὴ τῶν ὀρνέων» …

    Dictionary of Greek

  • 102λεπτοβόης — λεπτοβόης, ὁ (Α) αυτός που έχει λεπτή, αδύναμη φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + βόης(< βοή), πρβλ. ηδυ βόης, οξυ βόης] …

    Dictionary of Greek

  • 103μαδίζω — (I) (AM μαδίζω) μαδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαδώ κατά τα ρ. σε ίζω]. (II) μαδίζω (Μ) 1. (αμτβ.) επιτίθεμαι, συμπλέκομαι, πολεμώ 2. (μτβ.) εκπολιορκώ, κατανικώ 3. (μτβ.) καταβάλλω, νικώ 4. (αμτβ.) ερίζω, φιλονικώ, καβγαδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 104μεγαλόβοος — μεγαλόβοος, ον (Μ) αυτός που έχει δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βοος (< βοή), πρβλ. πολύ βοος] …

    Dictionary of Greek

  • 105μιξοβόας — μιξοβόας, ὁ (Α) ήχος ανάμικτος με βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγννμι* / μείγνυμι + βοας (< βοῶ), πρβλ. τηλεβόας] …

    Dictionary of Greek

  • 106μιξόθροος — μιξόθροος, ον (Α) αναμεμιγμένος με βοή, με φωνές («λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θροος (αττ. τ. τού θροῦς + θρέομαι «φωνάζω»), πρβλ. λιπό θροος] …

    Dictionary of Greek

  • 107μουγκισμός — ο (Μ μουγκισμός) [μουγκίζω] 1. δυνατός θόρυβος, βοή, βουητό 2. μούγκρισμα 3. (γενικά) παρατεταμένη υπόκωφη φωνή ζώου …

    Dictionary of Greek

  • 108μουγκρητό — και μουγγρητό, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα 2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή 3. (για τη θάλασσα) βοή,… …

    Dictionary of Greek

  • 109μυκηθμός — ο (ΑΜ μυκηθμός) 1. η φωνή τών βοοειδών, μούγκρισμα, μουκάνισμα («οἱ δὲ βόες... μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υπόκωφη βοή, θόρυβος («ο μυκηθμός τής θάλασσας») αρχ. το βέλασμα τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι + επίθημα… …

    Dictionary of Greek

  • 110μυκητίας — μυκητίας, ὁ (ΑΜ) φρ. «μυκητίας σεισμός» σεισμός που συνοδεύεται από υπόκωφη βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκητής + κατάλ. ίας (πρβλ. βρασματ ίας, σεισματ ίας)] …

    Dictionary of Greek