βούλημα
1βούλημα — βούλημα, το (AM) [βούλομαι] μσν. συμβουλή αρχ. 1. σκοπός, πρόθεση 2. συναίνεση …
2βούλημα — purpose neut nom/voc/acc sg …
3βούλημα — το (ψυχολ.) 1. η θέληση, κάθε απόφαση που παίρνει κανείς ύστερα από σκέψη, η βουλητική πράξη. 2. η πρόθεση, ο σκοπός: Το βούλημά του ήταν να σπουδάσει στο εξωτερικό, μα δεν πρόλαβε, γιατί πέθανε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βούλημ' — βούλημα , βούλημα purpose neut nom/voc/acc sg …
5βουλημάτων — βούλημα purpose neut gen pl …
6βουλήμασι — βούλημα purpose neut dat pl …
7βουλήμασιν — βούλημα purpose neut dat pl …
8βουλήματα — βούλημα purpose neut nom/voc/acc pl …
9βουλήματι — βούλημα purpose neut dat sg …
10βουλήματος — βούλημα purpose neut gen sg …
- 1
- 2