βοὺπρηστις
1βούπρηστις — poisonous beetle fem nom sg …
2βουπρήστις — η (Α βούπρηστις) γένος Κολεόπτερων Εντόμων αρχ. ονομασία για διάφορα Κολεόπτερα που προκαλούσαν κοιλιακό οίδημα στα βόδια, τα πρόβατα και λοιπά κατοικίδια φυτοφάγα …
3βουπρήστιδος — βούπρηστις poisonous beetle fem gen sg …
4βούπρηστιν — βούπρηστις poisonous beetle fem acc sg …
5Neunfleckiger Prachtkäfer — (Buprestis novemmaculata) Systematik Klasse: Insekten (Insecta) …