βού-μασθος

  • 1μηλόμασθος — μηλόμασθος, ἡ (Μ) αυτή που έχει μαστούς σαν μήλα ως προς το μέγεθος ή το σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μασθός (< μασθός «στήθος»), πρβλ. βού μασθος, γυναικό μασθος] …

    Dictionary of Greek