βού-κρῑος

  • 1κριοκέφαλος — η, ο (Α κριοκέφαλος, ον) νεοελλ. ζωολ. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας κεραμβυκίδες αρχ. αυτός που έχει κεφάλι κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αιγο κέφαλος, βου κέφαλος] …

    Dictionary of Greek

  • 2κριόπρωρος — κριόπρῴρος, ον (Α) (για πλοίο) κριοπρόσωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + πρῳρος (< πρώρα), πρβλ. βού πρωρος, ταυρό πρωρος] …

    Dictionary of Greek

  • 3κριόστασις — κριόστασις, έως, ἡ (Α) η ξύλινη βάση τού πολιορκητικού κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + στάσις (< ἵστημι), πρβλ. βού στασις, ιππό στασις] …

    Dictionary of Greek