βούπαις
1βούπαις — βούπαις, ο (Α) 1. μεγάλο παιδί, παληκαρόπουλο 2. γέννημα αγελάδας (για τις μέλισσες που προήλθαν από αγελάδα κατά τη μυθολογία). [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό (< βους) + παις (πρβλ. βουκόρυζα, βουμελία κ.ά.] …
2βούπαις — big boy masc nom sg …
3βούπαιδα — βούπαις big boy masc acc sg …
4βούπαιδας — βούπαις big boy masc acc pl …
5βούπαιδες — βούπαις big boy masc nom/voc pl …
6βούπαιδος — βούπαις big boy masc gen sg …
7βούπαισι — βούπαις big boy masc dat pl …
8TITYUS — Iovis filius ex Elara Orchomeni filia, quam cum Iuppiter compressislet, gravidamque reddidislet, veritus Iunonis indignationem, inter terrae viscera eam occoltavit; instante vero legitimô partus tempore, Elara mirae magnitudinis puerum enixa est …
9έξακμος — ἔξακμος, ο (Α) [ακμή] βούπαις, μεγαλόσωμο παιδί που δεν είναι ακόμη τέλειος άντρας …
10βουκόρυζα — βουκόρυζα, η (Α) ισχυρός ρινικός κατάρρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό < βους + κόρυζα «μύξα». Στη λ. βουκόρυζα το α συνθετικό βου έχει τη σημ. «μεγάλος» (πρβλ. βουμελία, βούπαις)] …
- 1
- 2