βούλομαι
1βούλομαι — βούλομαι, βουλήθηκα βλ. πίν. 151 …
2βούλομαι — will pres ind mp 1st sg …
3βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… …
4Ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. — ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. См. Молчит как статуя …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. — κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Οὐκ ἔχω πῶς ἐπαινέσω, ψέγειν δ’οὐ βούλομαι. — См. Чего хвалить не умеешь, того не хули …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7βούλεσθον — βούλομαι will pres imperat mp 2nd dual βούλομαι will pres ind mp 3rd dual βούλομαι will pres ind mp 2nd dual βούλομαι will imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …
8βεβούλησθε — βούλομαι will perf imperat mp 2nd pl βούλομαι will perf ind mp 2nd pl βούλομαι will plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
9βούλεσθε — βούλομαι will pres imperat mp 2nd pl βούλομαι will pres ind mp 2nd pl βούλομαι will imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
10βόλεσθε — βούλομαι will pres imperat mid 2nd pl (epic) βούλομαι will pres ind mid 2nd pl (epic) βούλομαι will imperf ind mid 2nd pl (epic) …