βουρτσίζω
1βουρτσίζω — βουρτσίζω, βούρτσισα βλ. πίν. 33 …
2βουρτσίζω — (Μ βουρτσίζω και βυρτσίζω) 1. καθαρίζω κάτι με βούρτσα 2. γυαλίζω κάτι με βούρτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. βουρτσίζω, το μσν. βυρτσίζω πιθ. < αρχ. βύρσα*] …
3βουρτσίζω — ισα, ίστηκα, βουρτσισμένος, καθαρίζω ή γυαλίζω κάτι με βούρτσα: Βούρτσισα τα ρούχα και τα παπούτσια μου να φύγει η σκόνη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ψηκτρίζω — ΝΜΑ [ψήκτρα] (σχετικά με άλογο) ξυστρίζω νεοελλ. καθαρίζω ή γυαλίζω με βούρτσα, βουρτσίζω μσν. βουρτσίζω προς τα κάτω …
5αβούρτσιστος — η, ο [βουρτσίζω] αυτός που δεν ξεσκονίστηκε, δεν γυαλίστηκε ή δεν χτενίστηκε με βούρτσα …
6βυρτσίζω — βλ. βουρτσίζω …
7μεταψαίρω — (Α) προστρίβω, τρίβω, βουρτσίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α) * ψαίρω «κινούμαι, τινάζομαι»] …
8ψήχω — ΝΑ καθαρίζω με τη βούρτσα, βουρτσίζω αρχ. 1. ξυστρίζω («ἱπποκόμοι ψήχοντες τοὺς ἵππους ψόφον ἐποίουν», Ξεν.) 2. τρίβω ελαφρά («φαρμάκῳ ἔψηχεν θηρὸς κάρη», Απολλ. Ροδ.) 3. φθείρω, καταστρέφω με την τριβή («πέτρην ψήχει χρόνος», Ανθ. Παλ.) 4. μτφ.… …