βουνίτης
1βουνίτης — ο (Α βουνίτης) [βουνός] αυτός που κατοικεί στα βουνά …
2βουνίτης — βουνί̱της , βουνίτης dweller on the hills masc nom sg …
3βουνῖτα — βουνίτης dweller on the hills masc voc sg βουνίτης dweller on the hills masc nom sg (epic) …
4βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… …