-
1 βουνό
[вуно] ουσ. о. гора,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βουνό
-
2 гора
-ы θ.1. βουνό, όρος•ледяная гора παγόβουνο•
снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).
2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•гора ящиков βουνό από κιβώτια.
3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).εκφρ.гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•-у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•под -у идти ή катиться – κ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•- мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή. -
3 гора
гора ж το βουνό, το όρος с \гораы απ' το βουνό в \гораах στα βουνά* * *жτο βουνό, το όροςс горы́ — απ’το βουνό
в гора́х — στα βουνά
-
4 гора
гор||аὁκ1. τό ὅρος, τό βουνό:ледяная \гора τό παγόβουνο· кататься с \гораы (на санках) κατηφορίζω μέ τό ἔλκηθρο· идти в гору о) ἀνεβαίνω ἀνήφορο, ἀνηφορίζω, б) перен προκόβω, ἔχω ἐπιτυχίες· идти́ под гору κατεβαίνω, κατηφορίζω·2. перен (куча) ὁ σωρός, ἡ στοίβα, ἡ στιβάς/ τό πλήθος (множество):\гора книг ὁ σωρός βιβλίων ◊ пир \гораой разг τρικούβερτο γλέντι· как \гора с плеч (свалилась) разг ἐβγαλα ἕνα μεγάλο βάρος ἀπό πάνω μου· сулить золотые го́ры разг ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια· стоять \гораой за кого-л., за что-л. ὑπερασπίζω κάποιον, κάτι μ' ὅλες μου τίς δυνάμεις· быть не за \гораами разг γρήγορα, σύντομα· \гора родила мышь τό βουνό κοιλοπονοδσε κ' ἔναν πόντικα γεννοῦσε, ὠδινεν ὄρος ἐτεκεν μῦν за \гораами за долами фольк. δρόμο παίρνει, δρόμο ἀφήνει. -
5 гора
το όρος, το βουνόстоловые - ы (геогр) τα τραπεζοειδή όρη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гора
-
6 сопка
1. (гора, вулкан) το βουνό/ηφαίστειο (με ομαλή κορυφή) 2. арх. о υψηλός τύμβος άνω των 4 μέτρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сопка
-
7 цепь
I. 1. (мех., мат, хим.) η αλυσίδα, η σειράмолекулярная - хим. μοριακή -прямая - хим. ευθεία -якорная мор. - άγκυρας2. эл. το κύκλωμαанодная (элн.) - ανοδίουизмерительная (эл.элн.) - μέτρησηςкабельная свз. - καλωδιακό -линейная - (эл.элн.) γραμμικό -- нагрузки (эл.элн.) - φορτίου- отключения (эл.элн.) - αποσύνδεσηςтормозная - φρένου/πέδης- управления (эл.элн.) - χειρισμούфизическая свз. - φυσικό -II.(горная) η οροσειρά, η βουνο-σειρά.III.(напр. пищевая) η (π.χ. τροφική) αλυσίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цепь
-
8 взбираться
взбиратьсянесов ἀναρριχῶμαι, σκαρφαλώνω:\взбираться на гору σκαρφαλώνω (или ἀνεβαίνω) στό βουνό. -
9 въезжать
въезжатьнесов1. εἰσέρχομαι, μπαίνω (μέ μεταφορικό μέσο)·2. (поселяться) ἐγκαθίσταμαι:\въезжать в новую квартиру ἐγ-καθίσταμαι σέ καινούριο διαμέρισμα·3. (подниматься) ἀνεβαίνω (μέ μεταφορικό μέσο):\въезжать на гору ἀνεβαίνω στό βουνό. -
10 лезть
лезтьнесов1. (наверх) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι:\лезть на Λέρεβο σκαρφαλώνω στό δένδρο· \лезть на гору ἀνεβαίνω στό βουνό·2. (входить) εἰσέρχομαι, μπαίνω / είσδύω, είσχωρῶ (проникать)! διολισθαίνω, γλιστρώ, χώνομαι (в узкое место):\лезть в воду μπαίνω στό νερό·3. (вмешиваться во что-л.) разг χώνομαι, ἀνακατεύομαι, ἀνακατώνομαι:\лезть не в свое дело χώνω τήν μύτη μου ἐκεῖ πού δέν πρέπει·4. (о волосах, мехе и т. п.) πέφτω, πίπτω:полосы лезут πέφτουν τά μαλλιά μου·5. (быть впору, подходить по размерим) разг μπαίνω, χωράω:фуражка не лезе-ι ему на голову τό κασκέτο δέν τοϋ χωράει στό κεφάλι· ◊ \лезть из кожи вон κάνω τό πᾶν, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, βάζω ὅλα μου τά δυνατά· \лезть на рожо́н διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω· он в карман за словом не лезет ἔχει τήν ἀπάντηση ἐτοιμη· \лезть в голову μοθ μπαίνει στό κεφάλι. -
11 непочатый
непочат||ыйприл ἀθικτος, ἀκέραιος, ἀπείρακτος / ὀλοκληρος, ὁλάκερος (целый):\непочатыйая буханка хлеба τό ἀκέραιο καρβέλι, τό ἄθικτο καρβέλι· \непочатыйая бочка вина τό ἀπείραχτο βαρέλι κρασί· ◊ \непочатый край ἡ ἀφθονία, τό πλήθος· у меня \непочатый край работы ἔχω δουλειά βουνό. -
12 подниматься
поднима||ться1. (вставать) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, ἀνίσταμαι, ἀνεγείρομαι:\подниматьсяться со своего́ места σηκώνομαι ἀπό τήν θέση μου· \подниматьсяться с постели а) σηκώνομαι ἀπό τό κρεββάτι,.6) (после болезни) γίνομαι καλά, ἀναρρώνω·2. (наверх) ἀνεβαίνω, ἀνέρχομαι / ἀναδύομαι (всплывать):\подниматься-ться иа́ гору ἀνεβαίνω στό βουνό· \подниматьсяться по лестнице ἀνεβαίνω τή σκάλα·3. (повышаться) ὑψώνομαι, ἀνεβαίνω (άμετ.), αὐξάνομαι:цены \подниматьсяются οἱ τιμές ὑψώνονταν температу́ра \подниматьсяется ἡ θερμοκρασία ἀνεβαίνει·4. (возникать) σηκώνομαι:\подниматьсяется шум ἀρχίζει θόρυβος·5. (восставать) ἐπαναστατώ, στασιάζω, ἐξεγείρομαι·6. (о тесте) φουσκώνω. -
13 предгорье
предгорьес ἡ περιοχή κοντά στό βουνό. -
14 приваливать
приваливатьнесов, привалить сов1. ἀκουμπώ:\приваливать камень к стене ἀκουμπώ τήν πέτρα στον τοίχο·2. (приставать) мор. ἀράζω, προσορμίζομαι·3. (приходить) разг μαζεύομαι:много народу привалило μαζεύτηκε πολύς κόσμος· ◊ ему́ привалило счастье τοῦ ήρθε ἡ τύχη βουνό. -
15 родить
роди́||тьсов см. рождать и рожать· ◊ в чем мать \родитьла разг θεόγυμνος, ὁλόγυμνος, τσίτσιδος· гора \родитьла́ мышь погов. ὠδινεν δρος καί ἐτεκε μβν, τό βουνό κοιλοπονοῦσε κ' ἐναν πόντικα γεν-νοῦσε. -
16 гора
[γκαρά] ουα. θ. βουνό -
17 гора
[γκαρά] ουσ θ βουνό -
18 ввезти
ввезу, ввезешь, παρλθ. χρ. ввез, ввезла, ввезло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввезенный, βρ: -зен, -зена, -вено ρ.σ.μ.εισάγω, μπάζω, εμβάζω (με μεταφορικό μέσο). || μεταφέρω επάνω, ανεβάζω•ввезти на гору ανεβάζω στο βουνό.
-
19 взбрести
взбреду, взбредёшь, παρλθ. χρ. взбрел, -брела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. -ред-ший, ρ.σ.ανεβαίνω, ανέρχομαι•взбрести на гору ανεβαίνω στο βουνό.
εκφρ.взбрести в голову ή на ум – μου έρχεται (μου κατεβαίνει) στο κεφάλι, στο μυαλό -
20 взвезти
-взвезу, взвезешь, παρλθ. χρ. взвез, взвезла, -ло, παθ. μτχ. взвезенный ρ.σ.μ.ανεβάζω, υψώνω•лошадь -ет его на гору το άλογο θα τον ανεβάσει στο βουνό.
См. также в других словарях:
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
βουνό — το 1. μεγάλο ύψωμα γης, όρος: Ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας. 2. κάτι το υπερβολικό ή δύσκολο: Η δουλειά μού φαίνεται βουνό, γιατί δε μου αρέσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κουφό Βουνό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 222 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου … Dictionary of Greek
Μικρό Βουνό — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 302 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Καρδίτσης, στον οποίο άνηκε έως το 1974. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κραννώνος … Dictionary of Greek
οχή — Βουνό της νότιας Εύβοιας (1.404 μ.), που καταλήγει στα Ν στα ακρωτήρια Μαντέλλο (Γεραιτός) και Παξιμάδι (Λευκή Ακτή), στα δε ΒΑ στον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο, κοινά Βουνό της Καρύστου). Ψηλότερες κορυφές είναι ο Άγιος Ηλίας (1.398 μ.) και ο Ιούδας… … Dictionary of Greek
Γιούχτας — Βουνό (811 μ.) του νομού Ηρακλείου, απέναντι από την κωμόπολη Αρχάνες και προς τα δυτικά της. Οι Τούρκοι το ονόμαζαν Μαύρο Βουνό (Καρά Νταγ). Το βουνό έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα για τη μινωική αρχαιολογία γιατί εκεί θάφτηκε, κατά την κρητική… … Dictionary of Greek
Πεντέλη ή Πεντελικό — Βουνό της Αττικής, το δεύτερο σε ύψος (1.107 μ.) μετά την Πάρνηθα (1.410 μ.), στα ΒΔ του λεκανοπεδίου των Αθηνών, το οποίο και περικλείει μαζί με το Αιγάλεω, την Πάρνηθα και τον Υμηττό. Ουσιαστικό στοιχείο του απαράμιλλου αττικού τοπίου, η Π.… … Dictionary of Greek
Χελμός — Βουνό της Πελοποννήσου. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστό με την ονομασία Αροάνια. Η υψηλότερη κορυφή του έχει ύψος 2.355 μ. Το βουνό αυτό έχει πολλά δάση ελάτης, μικρές πηγές και στις παραφυάδες του αρκετές ποτάμιες πηγές. Το βουνό Χελμός στην… … Dictionary of Greek
πατερίτσα — Βουνό της Αρκαδίας. Αποτελεί συνέχεια του Μαινάλου και η ψηλότερη κορυφή του είναι 1.869 μ. Πιθανότατα, το βουνό αυτό είναι το αρχαίο Θαυμάσιο. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές ένα σπήλαιο που υπάρχει σε ύψος 1.425 μ. ταυτίζεται με το σπήλαιο της… … Dictionary of Greek
Αιγάλεω και Αιγάλεως — Βουνό (463 μ.) της Αττικής. Αρχίζει να υψώνεται Δ του δήμου Καματερού, κλείνει από ΒΔ το λεκανοπέδιο των Αθηνών και απολήγει στην ακτή του Σαρωνικού, στο Πέραμα, απέναντι από τη Σαλαμίνα, η οποία θεωρείται συνέχειά του. Το Α. είναι ασβεστολιθικό… … Dictionary of Greek
Ελαιών, όρος — Βουνό που αναφέρεται πολλές φορές στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Βρίσκεται κοντά στα Ιεροσόλυμα, από τα οποία χωρίζεται με την κοιλάδα του Ιωσαφάτ, στην οποία ρέει ο χείμαρρος των Κέδρων. Στα αρχαία χρόνια η τοποθεσία ήταν γεμάτη … Dictionary of Greek