βουλεία
1βουλεία — βουλείᾱ , βουλεία office of councillor fem nom/voc/acc dual βουλείᾱ , βουλεία office of councillor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2βουλεία — βουλεία, η (Α) [βουλεύω] το αξίωμα του βουλευτή …
3βουλεῖα — βουλεῖον neut nom/voc/acc pl …
4βουλείας — βουλείᾱς , βουλεία office of councillor fem acc pl βουλείᾱς , βουλεία office of councillor fem gen sg (attic doric aeolic) …
5βουλείαν — βουλείᾱν , βουλεία office of councillor fem acc sg (attic doric aeolic) …
6βουλεύω — (AM βουλεύω) Ι. συμβουλεύω αρχ. 1. σκέπτομαι, κρίνω 2. σχεδιάζω, προετοιμάζω, μηχανεύομαι 3. αποφασίζω να κάνω κάτι 4. είμαι μέλος της βουλής II. βουλεύομαι (AM βουλεύομαι) 1. σκέπτομαι, μελετώ 2. συσκέπτομαι με άλλους και αποφασίζω μσν.… …