βουλευτικόν
1Βουλευτικόν — Το ένα από τα δύο σώματα τα οποία, με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου (1822), θα αποτελούσαν την προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας στην περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Είχε κυρίως νομοθετικές αρμοδιότητες και όταν αναμείχθηκε στην… …
2βουλευτικόν — βουλευτικός of masc acc sg βουλευτικός of neut nom/voc/acc sg …
3βουλευτικός — ή, ό (Α βουλευτικός, ή, όν) [βουλευτής] όποιος ανήκει ή αρμόζει στους βουλευτές ή στη βουλή νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το βουλευτικόν το ένα από τα δύο σώματα, με νομοθετική εξουσία, που θα αποτελούσαν την «προσωρινή κυβέρνηση» σύμφωνα με τις… …
4Греческая революция — См. также: История современной Греции Греческая революция Герман благословляет знамя восставших в монастыре Агиа Лавра. Картина Теодо …
5BULEUTICON — locus erat in Theatro, ubi senes sedebant; quemadmodum ex Ephibico spectabant iuvenes. Cael. Rhodig. Antiq. Lect. l. 8. c. 8. Iul. Pollux l. 4. Onomast. c. 19. Ε᾿καλεῖτο δέ τι καὶ Βουλευτικὸν μέρος τȏυ θέατρου, καὶ Ε᾿φηβικὸν, Dicebatur, etiam… …
6COMOEDIA — drama est, civiles et privatas actiones exitu laetô repraesentans, seu Poema est dramaticum, negotiosum, exitu laetum, stylô populari, Scalig. Poet. l. 1. c. 6. Eius origo haec: Cum Apollini Nomio, i. e. Pastorali, ob frugum proventum, festum… …
7EPHEBI — apud Athenienses dicti sunt, qui nomina sua inter Ephebos, i. e. puberes, profitebantur: cuius professionis annus legitimus erat aetatis decimus octavus. Pollux l. 8. c. 9. καὶ εἰς μὲν τοὺς Ε᾿φήβους εἰσῄεσαν εντωκαίδεκα ἔτη γενόμενοι. Cuius… …
8φυλοκρινώ — έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ 1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.) 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.) αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές 2.… …