βουκολίς
1βουκολίς — βουκολίς, η (AM) [βουκόλος] κατάλληλη για να τρέφονται βόδια («βουκολὶς γῆ», «βουκολὶς πόα») …
2βουκολίς — cattle pasture fem nom sg …
3βουκολίδα — βουκολίς cattle pasture fem acc sg …
4βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον …