βουκολικός
1βουκολικός — rustic masc nom sg …
2βουκολικός — ή, ό (AM βουκολικός, ή, όν) [βουκόλος] 1. αγροτικός, ποιμενικός 2. είδος της λυρικής ποίησης με κυριότερο εκπρόσωπο τον Θεόκριτο («βουκολικὴ ποίηση», «βουκολικὴ ἀοιδά», «βουκολικὰ ἔπη») 3. Βουκολικά, τα συλλογή δέκα ποιημάτων του Βεργιλίου 4. φρ …
3βουκολικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε βουκόλους, σε ποιμένες, ο ποιμενικός: Γραφικό βουκολικό τοπίο. 2. φρ., «βουκολική ποίηση», ποίηση που αντλεί τα θέματα της από τη ζωή των βοσκών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βουκολικά — βουκολικός rustic neut nom/voc/acc pl βουκολικά̱ , βουκολικός rustic fem nom/voc/acc dual βουκολικά̱ , βουκολικός rustic fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5βουκολικῶν — βουκολικός rustic fem gen pl βουκολικός rustic masc/neut gen pl …
6βουκολικόν — βουκολικός rustic masc acc sg βουκολικός rustic neut nom/voc/acc sg …
7βουκολικαί — βουκολικός rustic fem nom/voc pl …
8βουκολικοῖς — βουκολικός rustic masc/neut dat pl …
9βουκολικοῦ — βουκολικός rustic masc/neut gen sg …
10βουκολικούς — βουκολικός rustic masc acc pl …