βουβωνίσκος
1βουβωνίσκος — βουβωνίσκος, ο (Α) [βουβών] επίδεσμος για τη βουβωνοκήλη …
2βουβωνίσκος — bandage for the groin masc nom sg …
3βουβωνίσκου — βουβωνίσκος bandage for the groin masc gen sg …
4βουβωνίσκῳ — βουβωνίσκος bandage for the groin masc dat sg …
5βουβωνοφύλαξ — βουβωνοφύλαξ, ο (Α) ο βουβωνίσκος* …
6βουκολίσκος — βουκολίσκος, ο (Α) είδος επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική χρήση, η οποία δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί (πρβλ. βουβωνίσκος)] …