βουή
11βόμβος — ο 1. ήχος συνεχής και σταθερός, βουή, βουητό: Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ από το βόμβο των εντόμων. 2. το βούισμα των αυτιών: Είχε ένα συνεχή βόμβο στ’ αυτιά του μετά την έκρηξη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
12καταβουίζω — καταβούισα, βουίζω δυνατά, παράγω ισχυρή βουή: Κλείσε λίγο το ραδιόφωνό σου, γιατί καταβουίζει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
13σάλαγος — σάλαγος, ο και σάλαγο, το 1. βουή, θόρυβος που προκαλείται από ομάδα ανθρώπων ή ζώων. 2. κραυγή που απευθύνεται προς τα ζώα για να σταματήσουν ή να ξεκινήσουν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
14συνοδεύω — εψα και ευσα, εύτηκα, ευμένος 1. πηγαίνω με κάποιον κάπου: Με συνόδεψε ως το σπίτι μου. 2. ακολουθώ κάτι, γίνομαι μαζί μ αυτό: Την αμάθεια και τη φτώχεια τη συνοδεύει η ηθική εξαθλίωση. – Ο σεισμός συνοδεύεται από μια τρομακτική βουή. 3. ενώ… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
- 1
- 2