βοτάναι
1βοτάναι — βοτάνη pasture fem nom/voc pl βοτάνᾱͅ , βοτάνη pasture fem dat sg (doric aeolic) …
2βοτάνᾳ — βοτάναι , βοτάνη pasture fem nom/voc pl βοτάνᾱͅ , βοτάνη pasture fem dat sg (doric aeolic) …
3былиѥ — БЫЛИ|Ѥ (58), ˫А с. 1.Собир. Дикорастущие растения, травы: Сл҃нцепрѣвратьници. иже гл҃ѥма˫а сл҃нцепрѣвратьна˫а были˫а. въсходъмь сл҃нцьныимь съобращающеѥсѩ. гл҃юще силоу нѣкоую б҃жствьноую имѣти... и ˫ако того ради чисти ˫а хотѩщемъ (τὰς...… …
4πιδακίτις — ίτιδος, ἡ, Α (για φυτό) αυτό που βρίσκεται, που βλαστάνει κοντά σε πηγή («πιδακίτιδες βοτάναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, ακος + επίθημα ῖτις (πρβλ. καλαμ ίτις)] …
5τηνόθι — Α επίρρ. σ εκείνην τη χρονική στιγμή ή σ εκείνην την περίοδο, τότε («αἱ δ ἄν ἀφέρπῃ, χώ ποιμὰν ξηρὸς τηνόθι χ αἱ βοτάναι», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. τού ἐκεῖνος + επιρρμ. κατάλ ό θι (βλ. λ. θι), πρβλ. αυτό θι] …