βοσκή
1βοσκή — fodder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2βοσκή — η 1. χόρτο κατάλληλο για βόσκηση ζώων, νομή: Δεν υπάρχει αποθηκευμένη βοσκή για τα ζώα το χειμώνα. 2. βοσκότοπος, λιβάδι: Τα ζώα σ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας βρίσκονται στη βοσκή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3βοσκή — η (AM βοσκή) [βόσκω] 1. χορτάρι, νομή 2. βοσκότοπος, λιβάδι μσν. νεοελλ. 1. κοπάδι 2. βόσκηση …
4βοσκῇ — βόσκω feed fut ind mid 2nd sg (doric) βοσκή fodder fem dat sg (attic epic ionic) …
5βόσκῃ — βόσκω feed fut ind mid 2nd sg (doric) βόσκω feed pres subj mp 2nd sg βόσκω feed pres ind mp 2nd sg βόσκω feed pres subj act 3rd sg …
6βοσκαί — βοσκή fodder fem nom/voc pl …
7βοσκῆς — βοσκή fodder fem gen sg (attic epic ionic) …
8βοσκέων — βοσκή fodder fem gen pl (epic ionic) …
9βοσκήν — βοσκή fodder fem acc sg (attic epic ionic) …
10βοσκῶν — βοσκή fodder fem gen pl βοσκός herdsman masc gen pl …