βορβορό-θῡμος

  • 1λεοντόθυμος — η, ο (Μ λεοντόθυμος, ον) αυτός που έχει το θάρρος τού λιονταριού, λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + θυμός (πρβλ. ανθρωπό θυμος, βορβορό θυμος)] …

    Dictionary of Greek