βορβοροκοίτης
1Βορβοροκοίτης — Βορβοροκοίτης, ο (Α) (όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία) αυτός που κοιμάται μέσα στη λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + κοίτης < κοίτη] …
2Βορβοροκοίτης — masc nom sg …
3βορβοροκοίτης — masc nom sg …
4Βορβοροκοίτην — Βορβοροκοίτης masc acc sg (attic epic ionic) …
5βορβοροκοίτην — βορβοροκοίτης masc acc sg (attic epic ionic) …
6βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… …