βομβάξ

  • 1βομβάξ — (Α) (ειρων. επιφώνημα) καταπληκτικός! περίφημος! [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα που δημιουργήθηκε βάσει της λ. βόμβος* με στόχο την ειρωνική μίμηση του πομπώδους ύφους] …

    Dictionary of Greek

  • 2βομβαλοβομβάξ — (Α) (επιφών. ειρων.) βομβάξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βομβάξ, με αναδιπλασιασμό] …

    Dictionary of Greek