βοηθόος
1βοηθόος — βοηθόος, ον (Α) 1. όποιος σπεύδει στην κραυγή για βοήθεια ή στην πρόσκληση στα όπλα, για μάχη 2. ο βοηθός, αυτός που προσφέρει βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βοηθόος προήλθε πιθ. από την έκφραση «(επί) βοήνθειν» (του ρ, θέω «τρέχω»)] …
2βοηθόος — hasting to the cry for help masc nom sg …
3βοηθόε — βοηθόος hasting to the cry for help masc voc sg …
4βοηθόοι — βοηθόος hasting to the cry for help masc nom/voc pl …
5βοηθόον — βοηθόος hasting to the cry for help masc acc sg …
6βοηθόου — βοηθόος hasting to the cry for help masc gen sg …
7βοηθώ — ( άω) (AM βοηθῶ, έω, Α και βωθέω, ιων. τ.) 1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια 2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω 3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του μσν. νεοελλ. διευκολύνω, ωφελώ νεοελλ. 1. ευνοώ 2. υποστηρίζω αρχ. φρ. 1. «βοηθῶ ἐπί… …
8βοαθόος — βοᾱθόος , βοηθόος hasting to the cry for help masc nom sg (doric) …
9βοαθόων — βοᾱθόων , βοηθόος hasting to the cry for help masc gen pl (doric) …