-
1 βοηθητικός
[воититикос] επ. помогающий, вспомогательный, содействующий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βοηθητικός
-
2 вспомогательный
βοηθητικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вспомогательный
-
3 подсобный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подсобный
-
4 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
5 вспомогательный
вспомогательный βοηθητικός ◇ \вспомогательный глагол το βοηθητικό ρήμα* * *вспомога́тельный глаго́л — το βοηθητικό ρήμα
-
6 подсобный
-
7 нестроевой
επ.άμαχος, μη μάχιμος, βοηθητικός•нестроевой солдат βοηθητικός στρατιώτης.
ουσ.βλ. нестроевик.επ.ακατάλληλος για οικοδόμηση•, нестроевой лес ξυλεία ακατάλληλη για οικοδομές•нестроевой материал ακατάλληλο οικοδομικό υλικό. -
8 аэродром
1. (совокупность лётного поля, ангаров, служб и т.п.) το αεροδρόμιο 2. (лётное поле) о αεροδιάδρομοςзапасной - βοηθητικός/εφεδρικός -вспомогательный - см. запасной -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аэродром
-
9 аэропорт
ο αερολιμήν, ο αερολιμένας, το αεροδρόμιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аэропорт
-
10 байпас
ο παρακαμπτήριος/βοηθητικός αγωγόςη βοηθητική δίοδος, разг. το μπαϊπάς (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > байпас
-
11 блок-контактор
ο βοηθητικός επαφέας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блок-контактор
-
12 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
13 валок
1. (прокатный, каландра) о κύλινδρος έλασης, το έλαστροсортовой - см. калиброванный2. с.-х. η λωρίδα θερισμένων χόρτων/δημητριακών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валок
-
14 вентиляция
ο (εξ)αερισμόςвытяжная - απαγωγής/εξαγωγής (αέρα)рудничная - ορυχείων/στοώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вентиляция
-
15 взлётно-посадочная полоса
о διάδρομος απογείωσης-προσγείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взлётно-посадочная полоса
-
16 ВПП
о διάδρομος απογείωσης-προσγείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ВПП
-
17 виндроза
(ветродвигателя) το ουραίο πτερύγιοο βοηθητικός ανεμότροχος (του ανεμοκινητήρα/ανεμόμυλου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виндроза
-
18 конденсатор
(хим., эл.) о συμπυκνωτ/ής(тепл.) о συμπυκνωτής, το ψυγείο της ατμομηχανής- служит для накопления электрической энергии - χρησιμοποιείται για συσσώρευση της ηλεκτρικής ενέργειαςмасляный - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конденсатор
-
19 котёл
тех. о λέβητ/ας, ο λέβης, разг. το καζάνιогнетрубный - см. жаротрубный -паровой - ατμού, ο ατμολέβηταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > котёл
-
20 меридиан
геогр. о μεσημβρινόςнебесный астр. - ουράνιος -основной - см. главный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > меридиан
См. также в других словарях:
βοηθητικός — ready masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθητικός — ή, ό (AM βοηθητικός, ή, όν) [βοηθώ] κατάλληλος ή ικανός να βοηθήσει νεοελλ. 1. εκείνος που υποβοηθεί, που έχει δευτερεύουσα σημασία 2. το αρσ. ως ουσ. ο βοηθητικός ο στρατιώτης που λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατατάσσεται στους μάχιμους… … Dictionary of Greek
βοηθητικός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να βοηθήσει: Η εργασιακή εμπειρία είναι βοηθητική στην καριέρα κάποιου. 2. (γραμμ.), βοηθητικά ρήματα, βοηθητικά μόρια: Τα ρήματα έχω και είμαι ονομάζονται βοηθητικά. 3. ο δευτερεύων, όχι ο βασικός και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοηθητικά — βοηθητικός ready neut nom/voc/acc pl βοηθητικά̱ , βοηθητικός ready fem nom/voc/acc dual βοηθητικά̱ , βοηθητικός ready fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθητικώτερον — βοηθητικός ready adverbial comp βοηθητικός ready masc acc comp sg βοηθητικός ready neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθητικόν — βοηθητικός ready masc acc sg βοηθητικός ready neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθητικώτατα — βοηθητικός ready adverbial superl βοηθητικός ready neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθητικοῦ — βοηθητικός ready masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθητικούς — βοηθητικός ready masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθητικῆς — βοηθητικός ready fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθητική — βοηθητικός ready fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)