βοηθείας

  • 51προσανέχω — Α [ἀνέχω] 1. κρατώ ακόμη 2. περιμένω κάτι με υπομονή 3. αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον 4. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι 5. μτφ. έχω εμπιστοσύνη, βασίζομαι σε κάτι («οὗτοι... εὐθαρσῶς ὑπέμενον τὴν πολιορκίαν, προσανέχοντες ταῑς ἐλπίσι τῆς… …

    Dictionary of Greek

  • 52προσανατολισμός — Πράξη και μέθοδος με τις οποίες επιδιώκεται κάθε φορά η ανεύρεση κατεύθυνσης αναφορικά με ένα ορισμένο σημείο, προκαθορισμένη θέση ή διεύθυνση. Ο π. αναζητείται και εφαρμόζεται σε ποικίλες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, στη διάταξη κτιρίων,… …

    Dictionary of Greek

  • 53προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… …

    Dictionary of Greek

  • 54ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …

    Dictionary of Greek

  • 55στήριξη — η / στήριξις, ίξεως, ΝΑ [στηρίζω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στηρίζω, το να στηρίζεται κάτι και να γίνεται σταθερό, στερέωση, εδραίωση, σταθεροποίηση 2. μτφ. α) θεμελίωση β) παροχή βοήθειας, προστασία υποστήριξη αρχ. 1. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 56σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …

    Dictionary of Greek

  • 57συγχέρεια — ἡ, Μ παροχή βοήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χέρεια (< χείρ, χειρός), πρβλ. εὐ χέρεια] …

    Dictionary of Greek

  • 58συμβούλιο — το / συμβούλιον, ΝΜΑ [σύμβουλος] σύνοδος για σύσκεψη, για ανταλλαγή απόψεων και λήψη αποφάσεων (α. «δεν έγιναν γνωστές οι αποφάσεις τού συμβουλίου» β. «ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῑοι συμβούλιον ἔλαβον», ΚΔ γ. «μεστὰ μὲν ἦν τὰ συμπόσια τοῡ βασιλέως,… …

    Dictionary of Greek

  • 59συμπαράσταση — η, Ν παροχή βοήθειας, υποστήριξη, εκδήλωση συμπάθειας, εμψύχωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαρίσταμαι «συμπαραστέκομαι». Η λ., στον λόγιο τ. συμπαράστασις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις) …

    Dictionary of Greek

  • 60συναγανάκτησις — ήσεως, ἡ, Α [συναγασυναγανάκτησις νακτῶ] από κοινού αγανάκτηση, οργή, δυσαρέσκεια («βοηθείας... οἰόμεθα δεῑν οὐκ ἄνευ τῆς ὑμετέρας συναγανακτήσεως τυχεῑν», Διον. Αλ.) …

    Dictionary of Greek