βοηθείας

  • 111Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …

    Dictionary of Greek

  • 112Καρατάσος — Επώνυμο οικογένειας κλεφταρματολών από την κεντρική Μακεδονία, που διακρίθηκαν στην Επανάσταση του 1821. 1. Αθανάσιος (19ος αι.). Γιος του Τάσου (βλ. 2.). Αιχμαλωτίστηκε στην πολιορκία της Νάουσας και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου βασανίστηκε …

    Dictionary of Greek

  • 113Καρτάλης, Γεώργιος — (Βόλος 1908 – Αθήνα 1957). Πολιτικός. Καταγόταν από παλιά πολιτική οικογένεια του Βόλου. Ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση στη Γενεύη και αργότερα σπούδασε φυσικές επιστήμες στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης, νομικά στο Μόναχο και στη Λειψία …

    Dictionary of Greek

  • 114Κάρτραϊτ, Έντμουντ — (Edmund Cartwright, 1743 – 1823). Άγγλος ιερέας και εφευρέτης.Αρχικά σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και μετά το τέλος των σπουδών του έγινε ιερέας και διορίστηκε εφημέριος της κομητείας του Λέστερ. Το 1785 εφηύρε υφαντική μηχανή και… …

    Dictionary of Greek

  • 115Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …

    Dictionary of Greek

  • 116κλωνοποίηση — Η πρωταρχική σημασία του όρου υποδηλώνει την παραγωγή απογόνων πανομοιότυπης γενετικής σύστασης με εκείνη του γονέα, μέσω της διαδικασίας της αγενούς αναπαραγωγής, δηλαδή τον τρόπο αναπαραγωγής που απαιτεί την παρουσία ενός μόνο γονέα και γίνεται …

    Dictionary of Greek

  • 117Κομνηνός — I Επώνυμο δυναστείας αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Η δυναστεία των Κ. βασίλευσε από το 1081 έως το 1185, δίνοντας πέντε αυτοκράτορες. Η εποχή των Κ. διαδέχθηκε μια περίοδο την οποία χαρακτήρισαν σοβαρά εξωτερικά και εσωτερικά προβλήματα: η… …

    Dictionary of Greek

  • 118Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 119Κουβέιτ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κουβέιτ Έκταση: 17.818 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.111.561 (2002) Πρωτεύουσα: Κουβέιτ (32.600 κάτ. το 2003)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β και ΒΔ με το Ιράκ και στα Ν και ΝΔ με τη Σαουδική… …

    Dictionary of Greek

  • 120Κουίσλινγκ, Βίντκουν Αμπραάμ Λάουριτς — (Vidkun Abraham Lauritz Quisling, Τέλεμαρκ 1887 – Όσλο 1945). Νορβηγός πολιτικός, πρωθυπουργός της Νορβηγίας (1942 45). Υπήρξε ταγματάρχης του νορβηγικού στρατού και εξαιτίας της συνεργασίας του με τους Γερμανούς, κατά τη διάρκεια του Β’… …

    Dictionary of Greek