βοηδρομῶ
1βοηδρομώ — βοηδρομῶ ( έω) (Α) 1. τρέχω προς αυτόν που φωνάζει για βοήθεια, σπεύδω να βοηθήσω 2. τρέχω κραυγάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοηδρόμος. Το ρ. βοηδρομώ σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθώ*] …
2βοηδρομῶ — βοηδρομέω run to a cry for aid pres subj act 1st sg (attic epic doric) βοηδρομέω run to a cry for aid pres ind act 1st sg (attic epic doric) …
3βοηδρόμωι — βοηδρόμῳ , βοήδρομος giving succour masc/fem/neut dat sg βοηδρόμῳ , βοηδρόμος masc/fem/neut dat sg …
4Βοηδρόμια — Βοηδρόμια, τα (Α) [βοηδρομώ] γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Απόλλωνος Βοηδρομίου …
5Βοηδρόμιος — και Βοηδρόμος, ο (Α) 1. επίκουρος, αρωγός 2. επίκληση του Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Βοηδρόμος < βοή + δρόμος σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθός* και ο τ. Βοηδρόμιος < βοηδρομώ] …