βογκώ
1βογκώ — ησα και ηξα 1. στενάζω: Βογκούσε από τους πόνους όλη τη νύχτα. 2. αντηχώ: Βόγκηξε όλη η χαράδρα από την κραυγή του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2κατολοφύρομαι — (Α) κλαίω γοερώς, θρηνώ, οδύρομαι («πολλάκις ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀλοφύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι, βογκώ»] …
3βογκάω — (σπάν. βογκώ), βόγκηξα βλ. πίν. 66 Σημειώσεις: βογκάω : συναντάται και η γραφή βογγάω. Σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, σωστότερο είναι το βογκάω, ως εξέλιξη του αρχαίου γογγύζω, με το οποίο δεν είναι πλέον φανερή η σχέση …
4γογγύζω — γόγγυξα και γόγγυσα 1. στενάζω, βογκώ: Ο τραυματίας γόγγυζε από τον πόνο μέσα στο ασθενοφόρο. 2. παραπονούμαι, δυσανασχετώ: Ο λαός γογγύζει για τα νέα φορολογικά μέτρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)