βοήϑεια
1βοηθεία — βοηθείᾱ , βοήθεια help fem nom/voc/acc dual …
2βοηθείᾳ — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) …
3βοήθεια — help fem nom/voc sg …
4βοήθεια — η (AM βοήθεια) 1. παροχή βοήθειας, συνδρομή, επικουρία 2. επικουρική στρατιωτική δύναμη 3. προστασία, στήριγμα 4. (η κλητ. ως επιφώνημα) βοήθεια τρέξτε να βοηθήσετε νεοελλ. 1. το μέσον της βοήθειας, η βοήθεια σε είδος 2. η βοήθεια σε χρήμα, η… …
5βοήθεια — η 1. αρωγή, συνδρομή, ενίσχυση: Στις μέρες μας, η ανθρωπιστική βοήθεια είναι απαραίτητη. 2. η ελεημοσύνη ή η αρωγή σε είδος: Έδωσα μια μικρή βοήθεια στο ζητιάνο έξω από την εκκλησία. 3. ως επιφ.: Βοήθεια! τρέξτε να με σώσετε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6βοηθείας — βοηθείᾱς , βοήθεια help fem acc pl βοηθείᾱς , βοήθεια help fem gen sg (attic doric aeolic) …
7βοήθει' — βοήθεια , βοήθεια help fem nom/voc sg βοήθειαι , βοήθεια help fem nom/voc pl …
8βοηθείαι — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) …
9βοηθειῶν — βοήθεια help fem gen pl …
10βοηθείαιν — βοήθεια help fem gen/dat dual …